αποπεμπτικός

αποπεμπτικός
η , όν изгоняющий, удаляющий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποπεμπτικός" в других словарях:

  • αποπεμπτικός — ἀποπεμπτικός, ή, όν (Α) [απόπεμπτος] 1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός 2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του …   Dictionary of Greek

  • ἀποπεμπτικῶν — ἀποπεμπτικός valedictory fem gen pl ἀποπεμπτικός valedictory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπεμπτικόν — ἀποπεμπτικός valedictory masc acc sg ἀποπεμπτικός valedictory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπεμπτικοί — ἀποπεμπτικός valedictory masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»